εξαιρούμαι

εξαιρούμαι
(I)
(AM ἐξαιροῡμαι, -έομαι)
μέσ. και παθ. τού ρ. εξαιρώ.
————————
(II)
ἐξαιροῡμαι, -όομαι (Α) [αίρα]
μεταβάλλομαι σε αίρα (ζιζάνιο τού σίτου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαιρούμαι — εξαιρούμαι, εξαιρέθηκα βλ. πίν. 77 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐξαιροῦμαι — ἐξαιρέω take out pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρέω take out pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξαιρόομαι turn into darnel pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • δακρυοεξηρημένος — δακρυοεξηρημένος, η, ον (Μ) αυτός που συνοδεύεται από δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + εξηρημένος (μτχ. παρακμ. τού εξαιρούμαι] …   Dictionary of Greek

  • εξηρημένως — ἐξηρημένως (Α) επίρρ. 1. εξαιρετικά, υπερβολικά 2. τελικά, τελευταία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. τού εξηρημένος < εξαιρούμαι] …   Dictionary of Greek

  • μετεξαιρούμαι — μετεξαιροῡμαι, έομαι (Α) 1. μετεντίθεμαι* 2. αποβιβάζω φορτίο στην παραλία για να τό μεταφορτώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐξαιροῦμαι «εκβάλλομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρώ — εξαίρεσα, εξαιρέθηκα, εξαιρεμένος, μτβ.,1. αφαιρώ κάτι από ένα ή από πολλά, βγάζω από μέσα, αποσπώ: Εξαιρώ δόντι. 2. δε συνυπολογίζω σε κάτι, δεν περιλαμβάνω, αποκλείω: Οι παρόντες εξαιρούνται. 3. απαλλάσσω για ιδιαίτερους λόγους από κάποια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”